ἡμεροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροφύλαξ]], ὁ (Α)<br />αυτός που φρουρεί [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, ο [[ημεροσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=[[ἡμεροφύλαξ]], ὁ (Α)<br />αυτός που φρουρεί [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, ο [[ημεροσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμεροφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ= [[ἡμεροσκόπος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροφύλαξ Medium diacritics: ἡμεροφύλαξ Low diacritics: ημεροφύλαξ Capitals: ΗΜΕΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: hēmerophýlax Transliteration B: hēmerophylax Transliteration C: imerofylaks Beta Code: h(merofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,= ἡμεροσκόπος, X.HG7.2.6, Ph.2.236, Ostr.Strassb.534.1 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1166] ακος, ὁ, Tagwächter, Xen. Hell. 7, 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, = ἡμεροσκόπος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
garde ou sentinelle de jour.
Étymologie: ἡμέρα, φύλαξ.

Greek Monolingual

ἡμεροφύλαξ, ὁ (Α)
αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο ημεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + φύλαξ.

Greek Monotonic

ἡμεροφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ= ἡμεροσκόπος, σε Ξεν.