ὀγκωτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀγκωτός]], -ή, -όν (Α) [[ογκώ]]<br /><b>1.</b> αυξημένος σε όγκο, [[φουσκωτός]] («ὀγκωτοῡ τάφου», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος σε σωρό («ὀγκωτὴ [[κόνις]]», <b>επιγρ.</b>). | |mltxt=[[ὀγκωτός]], -ή, -όν (Α) [[ογκώ]]<br /><b>1.</b> αυξημένος σε όγκο, [[φουσκωτός]] («ὀγκωτοῡ τάφου», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος σε σωρό («ὀγκωτὴ [[κόνις]]», <b>επιγρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀγκωτός:''' -ή, -όν, συσσωρευμένος, υψωμένος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A heaped up, τάφος AP9.117 (Stat. Flacc.) ; κόνις Epigr.Gr.234 (Smyrna).
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκωτός: -ή, -όν, εἰς σωρὸν κατεσκευασμένος, τάφος Ἀνθ. Π. 9. 117· κόνις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 234.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
formé d’un monceau (de terre).
Étymologie: ὀγκόω².
Greek Monolingual
ὀγκωτός, -ή, -όν (Α) ογκώ
1. αυξημένος σε όγκο, φουσκωτός («ὀγκωτοῡ τάφου», Ανθ. Παλ.)
2. κατασκευασμένος σε σωρό («ὀγκωτὴ κόνις», επιγρ.).
Greek Monotonic
ὀγκωτός: -ή, -όν, συσσωρευμένος, υψωμένος, σε Ανθ.