λυπρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυπρόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λυπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιμνό</i>-<i>βιος</i>, <i>νυκτερό</i>-<i>βιος</i>].
|mltxt=[[λυπρόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λυπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιμνό</i>-<i>βιος</i>, <i>νυκτερό</i>-<i>βιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λυπρόβιος:''' -ον, αυτός που διάγει άθλια [[ζωή]].
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυπρόβῐος Medium diacritics: λυπρόβιος Low diacritics: λυπρόβιος Capitals: ΛΥΠΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: lypróbios Transliteration B: lyprobios Transliteration C: lyprovios Beta Code: lupro/bios

English (LSJ)

ον,

   A leading a wretched life, Str.7.5.12.

Greek (Liddell-Scott)

λυπρόβιος: -ον, ὁ βιῶν ἀθλίως, Στράβ. 318.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit tristement, misérablement.
Étymologie: λυπρός, βίος.

Greek Monolingual

λυπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό-βιος, νυκτερό-βιος].

Greek Monotonic

λυπρόβιος: -ον, αυτός που διάγει άθλια ζωή.