ὑφήσσων: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑφήσσον, Α<br />ο [[κάπως]] πιο [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἥσσων]] / [[ἥττων]] «[[μικρότερος]]»].
|mltxt=ὑφήσσον, Α<br />ο [[κάπως]] πιο [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἥσσων]] / [[ἥττων]] «[[μικρότερος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑφήσσων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, κάπως [[κατώτερος]] ή [[μικρότερος]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφήσσων Medium diacritics: ὑφήσσων Low diacritics: υφήσσων Capitals: ΥΦΗΣΣΩΝ
Transliteration A: hyphḗssōn Transliteration B: hyphēssōn Transliteration C: yfisson Beta Code: u(fh/sswn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A of lesser stature, Hes.Sc.258.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφήσσων: -ον, γεν. ονος, ὀλίγον τι μικρότερος κατὰ τὸ ἀνάστημα, ἢ κατώτερον βαθμὸν ἔχων, ἡ μὲν ὑφήσσων Ἄτροπος οὔτι πέλειν μεγάλη θεὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, ἔνθα ὁ Τζέτζ. ἐλαχιστοτέρα τὸ ὑφήσσων καὶ ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὴν Λάχεσιν ἐσφαλμένως.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
un peu plus petit.
Étymologie: ὑπό, ἥσσων.

Greek Monolingual

ὑφήσσον, Α
ο κάπως πιο κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἥσσων / ἥττων «μικρότερος»].

Greek Monotonic

ὑφήσσων: -ον, γεν. -ονος, κάπως κατώτερος ή μικρότερος, σε Ησίοδ.