ὑπερφανής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ [[ὑπερφαίνω</i>, -<i>ομαι]]<br />ο [[ὑπερφαής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φαίνεται πιο [[ψηλά]] από τους άλλους, που τους ξεπερνάει στο ύψος.
|mltxt=-ές, ΜΑ [[ὑπερφαίνω</i>, -<i>ομαι]]<br />ο [[ὑπερφαής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φαίνεται πιο [[ψηλά]] από τους άλλους, που τους ξεπερνάει στο ύψος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερφᾰνής:''' -ές ([[φαίνομαι]]), γεν. <i>-έος</i>, αυτός που φαίνεται πιο πάνω, που ξεχωρίζει, αυτός που υπερέχει των άλλων στο ύψος, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφᾰνής Medium diacritics: ὑπερφανής Low diacritics: υπερφανής Capitals: ΥΠΕΡΦΑΝΗΣ
Transliteration A: hyperphanḗs Transliteration B: hyperphanēs Transliteration C: yperfanis Beta Code: u(perfanh/s

English (LSJ)

ές, (ὑπερφαίνομαι)

   A appearing over or above, out-topping, δόρατα ταπεινὰ καὶ μὴ ὑπερφανῆ X.Eq.Mag.5.7 (cod.B, ὑπερηφανῆ cett.): coupled with ὑπέργεια, Poll.5.150 (v.l. ἐπι-), cf. 9.20.

German (Pape)

[Seite 1203] ές, darüber erscheinend, Xen. Hipparch. 5, 7, v. l. ὑπερήφανα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφᾰνής: -ές, γεν. -έος, (ὑπερφαίνομαι), ὁ φαινόμενος ὑπεράνω τῶν ἄλλων, ὑπερέχων τοὺς ἄλλους κατὰ τὸ ὕψος, δόρατα ὀρθὰ καὶ ὑπερφανῆ Ξενοφ. Ἱππαρχ. 5, 7 (ὡς ὁ Στέφ. ἀντὶ ὑπερηφανῆ). ΙΙ. = ὑπερφαής, Πολυδ. Ε΄, 150, Θ΄, 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
levé de manière à être visible.
Étymologie: ὑπέρ, φαίνω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ [[ὑπερφαίνω, -ομαι]]
ο ὑπερφαής
αρχ.
αυτός που φαίνεται πιο ψηλά από τους άλλους, που τους ξεπερνάει στο ύψος.

Greek Monotonic

ὑπερφᾰνής: -ές (φαίνομαι), γεν. -έος, αυτός που φαίνεται πιο πάνω, που ξεχωρίζει, αυτός που υπερέχει των άλλων στο ύψος, σε Ξεν.