Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψαμμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[ψαμμώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ψάμμος]]<br />[[αμμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ψαμμώδη</i><br />το αμμώδες [[ίζημα]] τών ούρων.
|mltxt=-ες / [[ψαμμώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ψάμμος]]<br />[[αμμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ψαμμώδη</i><br />το αμμώδες [[ίζημα]] τών ούρων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψαμμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με άμμο, [[αμμώδης]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμώδης Medium diacritics: ψαμμώδης Low diacritics: ψαμμώδης Capitals: ΨΑΜΜΩΔΗΣ
Transliteration A: psammṓdēs Transliteration B: psammōdēs Transliteration C: psammodis Beta Code: yammw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A sandy, Hdt.2.32, Aen.Tact. 8.2: τὰ ψ. sandy sediment in the urine, gravel, Hp.Aph.4.79, Gal. 6.571; called ψ. ὑποστάσεις by Id.17(1).836.

German (Pape)

[Seite 1391] ες, zsgzgn statt ψαμμοειδής, auch = sandig, sandreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ψαμμοειδής, ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 32· ― τὰ ψαμμώδη, ἀμμῶδες καθίζημα τῶν οὔρων, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· λέγονται καὶ ψ. ὑποστάσεις παρὰ Γαληνῷ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
plein de sable.
Étymologie: ψάμμος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / ψαμμώδης, -ῶδες, ΝΑ ψάμμος
αμμώδης
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμώδη
το αμμώδες ίζημα τών ούρων.

Greek Monotonic

ψαμμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με άμμο, αμμώδης, σε Ηρόδ.