τυπώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[τύπος]]<br />όμοιος με τύπο, με [[σχεδιογράφημα]], [[πρόχειρος]], [[συνοπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τυπωδῶς</i> Α<br /><b>1.</b> περιληπτικά, συνοπτικά<br /><b>2.</b> [[σαφώς]], [[καθαρά]] («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.).
|mltxt=-ῶδες, Α [[τύπος]]<br />όμοιος με τύπο, με [[σχεδιογράφημα]], [[πρόχειρος]], [[συνοπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τυπωδῶς</i> Α<br /><b>1.</b> περιληπτικά, συνοπτικά<br /><b>2.</b> [[σαφώς]], [[καθαρά]] («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῠπώδης:''' -ες ([[τύπος]] II. 5, [[εἶδος]]), όμοιος με [[περίληψη]]· επίρρ. [[τυπωδῶς]], περιληπτικά, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπώδης Medium diacritics: τυπώδης Low diacritics: τυπώδης Capitals: ΤΥΠΩΔΗΣ
Transliteration A: typṓdēs Transliteration B: typōdēs Transliteration C: typodis Beta Code: tupw/dhs

English (LSJ)

ες, (τύπος VIII. 2)

   A like an outline, ὡς εἰς τ. μάθησιν so far as belongs to general or superficial knowledge, Arist.Mu.397b12. Adv. -ωδῶς summarily, Cic.Att.4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: Comp. -ωδέστερον Ph.2.419.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπώδης: -ες, (τύπος ΙΙ. 6, εἶδος) ὅμοιος πρὸς σχεδιογράφημα, πρὸς περίληψιν, ὡς εἰς τυπώδη μάθησιν, ὅσον ἀνήκει εἰς γενικὴν ἢ ἐπιπόλαιον μάθησιν, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 1. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἐν κεφαλαίῳ, περιληπτικῶς, Στράβ. 79, 176, 178, Kικέρ. πρ. Ἀττ. 4. 13, 2.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à une ébauche, ébauché, superficiel.
Étymologie: τύπος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύπος
όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός.
επίρρ...
τυπωδῶς Α
1. περιληπτικά, συνοπτικά
2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.).

Greek Monotonic

τῠπώδης: -ες (τύπος II. 5, εἶδος), όμοιος με περίληψη· επίρρ. τυπωδῶς, περιληπτικά, σε Στράβ.