πολύπηνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[πυκνοϋφασμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήνη]] «[[νήμα]], [[υφάδι]]»), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>πηνος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />[[πυκνοϋφασμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήνη]] «[[νήμα]], [[υφάδι]]»), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>πηνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύπηνος:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή [[πλέξη]], ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπηνος Medium diacritics: πολύπηνος Low diacritics: πολύπηνος Capitals: ΠΟΛΥΠΗΝΟΣ
Transliteration A: polýpēnos Transliteration B: polypēnos Transliteration C: polypinos Beta Code: polu/phnos

English (LSJ)

ον,

   A thick-woven, close-woven, φάρεα E.El.191 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] viel durchwebt, φάρεα, Eur. El. 191.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπηνος: -ον, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πυκνός, Εὐρ. Ἠλ. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu épais ; broché (tissu).
Étymologie: πολύς, πήνη.

Greek Monolingual

-ον, Α
πυκνοϋφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πηνος (< πήνη «νήμα, υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος].

Greek Monotonic

πολύπηνος: -ον (πῆμα), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή πλέξη, ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.