μονοειδής: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονοειδής]], -ές)<br />αυτός που αποτελεί ένα μόνο [[είδος]] ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[είδος]], [[απλός]], [[ομοιόμορφος]] («τότ' ἄν τις [[ἴδοι]] αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, [[εἴτε]] πολυειδὴς [[εἴτε]] [[μονοειδής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονοειδές</i><br />η [[ομοιομορφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοειδῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα<br /><b>2.</b> [[χωριστά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[μονοειδής]], -ές)<br />αυτός που αποτελεί ένα μόνο [[είδος]] ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[είδος]], [[απλός]], [[ομοιόμορφος]] («τότ' ἄν τις [[ἴδοι]] αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, [[εἴτε]] πολυειδὴς [[εἴτε]] [[μονοειδής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονοειδές</i><br />η [[ομοιομορφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοειδῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα<br /><b>2.</b> [[χωριστά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από [[μία]] μόνο [[μορφή]] ή είδος, [[ομοιόμορφος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A one in kind, simple, Pl.R.612a, Phd.78d, Smp.211b, etc.; κτήσεις τῶν μ. Phld.Oec.p.72 J.; opp. δίσωμος, of ζῴδια, Ptol.Tetr.119; unique, Pl.Ti.59b, Dam.Pr.151: Comp., Thphr.HP8.5.1; τὸ μ. uniformity, Plb.9.1.2. Adv. -δῶς Ptol.Tetr.120, S.E.M.6.44, Iamb. Myst.1.3, etc.; in single kinds, severally, εἴτε πάντα εἴτε μ. Epicur. Ep.2p.51U.
German (Pape)
[Seite 203] ές, einförmig, von einerlei Art, Ggstz von πολυειδής, Plat. Rep. X, 612 a; καὶ ἀμέριστον, Theaet. 205 d; einfach, unvermischt, μονοειδὲς ὃν αὐτὸ καθ' αὑτό, Phaed. 78 d; Sp., bes. Rhett. – Adv. μονοειδῶς, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
μονοειδής: -ές, (εἶδος) ὁ ἐξ ἑνὸς εἴδους ἢ σχήματος ἀποτελούμενος, ὁμοιόμορφος, ἁπλοῦς, Πλάτ. Πολ. 612Α, Φαίδων 78D, Συμπ. 211Α, κ. ἀλλ.· ― τὸ μονοειδές, τὸ ὁμοιόμορφον, Πολύβ. 9. 1, 2. ― Ἐπίρρ. μονοειδῶς, Ἰάμβλ. π. Μυστ. 4, 39, Πτολ. Τετράβ. 120, κλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une seule sorte, simple.
Étymologie: μόνος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ μονοειδής, -ές)
αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ' ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδές
η ομοιομορφία.
επίρρ...
μονοειδῶς (Α)
1. με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα
2. χωριστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ειδής].
Greek Monotonic
μονοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από μία μόνο μορφή ή είδος, ομοιόμορφος, σε Πλάτ.