προσστρατοπεδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[στρατοπεδεύω]] [[κοντά]] σε έναν [[τόπο]] («[[προσστρατοπεδεύω]] τῇ πόλει», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=Α<br />[[στρατοπεδεύω]] [[κοντά]] σε έναν [[τόπο]] («[[προσστρατοπεδεύω]] τῇ πόλει», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσστρατοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στρατοπεδεύω]] κοντά, <i>τόπῳ</i>, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσστρᾰτοπεδεύω Medium diacritics: προσστρατοπεδεύω Low diacritics: προσστρατοπεδεύω Capitals: ΠΡΟΣΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΩ
Transliteration A: prosstratopedeúō Transliteration B: prosstratopedeuō Transliteration C: prosstratopedeyo Beta Code: prosstratopedeu/w

English (LSJ)

   A encamp near, [πόλει] Plb.1.42.8, al., cf. D.S. 14.17.

German (Pape)

[Seite 780] auch als dep. med., sich dabei lagern, τῇ πόλει, Pol. 1, 42, 8, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προσστρατοπεδεύω: στρατοπεδεύω πλησίον, τόπῳ Πολύβ. 1. 42, 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

venir camper près de, τινι.
Étymologie: πρός, στρατοπεδεύω.

Greek Monolingual

Α
στρατοπεδεύω κοντά σε έναν τόποπροσστρατοπεδεύω τῇ πόλει», Πολ.).

Greek Monotonic

προσστρατοπεδεύω: μέλ. -σω, στρατοπεδεύω κοντά, τόπῳ, σε Πολύβ.