τελωνιάς: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η τελωνική<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μᾱζα [[τελωνιάς]]» — η καλή [[τροφή]] και η πλούσια ζωή τών τελωνών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελώνης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σεβαστ</i>-<i>ιάς</i>)]. | |mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η τελωνική<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μᾱζα [[τελωνιάς]]» — η καλή [[τροφή]] και η πλούσια ζωή τών τελωνών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελώνης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σεβαστ</i>-<i>ιάς</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τελωνιάς:''' -[[άδος]], ἡ, αυτή που αφορά σε [[τέλη]] ή φόρους, [[μᾶζα]] [[τελωνιάς]], η πλούσια [[ζωή]] των τελώνων, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 30 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the τελῶναι, AP6.295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1089] άδος, ἡ, zöllnerisch, μᾶζα, die gute Kost der Zöllner, Phani. 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
τελωνιάς: -άδος, ἡ, = τελωνική, ἡ ἀποτελουμένη ἐκ τελῶν, ἤτοι φόρων, μᾶζα τ., ἡ καλὴ τροφὴ καὶ πλουσία ζωὴ τῶν τελωνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 295.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de fermier général ; μᾶζα ANTH pâte ou mets digne d’un publicain, càd délicat, recherché.
Étymologie: τελώνης.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
1. η τελωνική
2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» — η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σεβαστ-ιάς)].
Greek Monotonic
τελωνιάς: -άδος, ἡ, αυτή που αφορά σε τέλη ή φόρους, μᾶζα τελωνιάς, η πλούσια ζωή των τελώνων, σε Ανθ.