ἐνυδρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνυδρόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο [[υδρόβιος]]. | |mltxt=[[ἐνυδρόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο [[υδρόβιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνυδρόβῑος:''' -ον, αυτός που ζει στο [[νερό]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit sur l’eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.
Spanish (DGE)
-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).
Greek Monolingual
ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.
Greek Monotonic
ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.