λιμενορμίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιμενορμίτης]] και λιμενίτας, -ου, ὁ (Α)<br />([[επίκληση]] του Πριάπου) ο [[θεός]] τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί [[προς]] τα λιμάνια και τους όρμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρμίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]])].
|mltxt=[[λιμενορμίτης]] και λιμενίτας, -ου, ὁ (Α)<br />([[επίκληση]] του Πριάπου) ο [[θεός]] τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί [[προς]] τα λιμάνια και τους όρμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρμίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρμος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐμενορμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ὁρμίζω]]), αυτός που οδηγεί, διαμένει στο [[λιμάνι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενορμίτης Medium diacritics: λιμενορμίτης Low diacritics: λιμενορμίτης Capitals: ΛΙΜΕΝΟΡΜΙΤΗΣ
Transliteration A: limenormítēs Transliteration B: limenormitēs Transliteration C: limenormitis Beta Code: limenormi/ths

English (LSJ)

[μῑ], ου, ὁ, (λιμήν, ὅρμος)

   A god of harbours and mooring-places, epith. of Priapus, AP10.5 (Thyill.).

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, so heißt Priapus, als Schutzgott des Hafens, Satyr. Thyill. 5 (X, 5).

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω) ὁ ὁδηγῶν εἰς λιμένα, ἐπίθ. Πριάπου, Ἀνθ. Π. 10. 5· πρβλ. λιμενίτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait aborder au port.
Étymologie: λιμήν, ὅρμος.

Greek Monolingual

λιμενορμίτης και λιμενίτας, -ου, ὁ (Α)
(επίκληση του Πριάπου) ο θεός τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί προς τα λιμάνια και τους όρμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + ὁρμίτης (< ὅρμος)].

Greek Monotonic

λῐμενορμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ὁρμίζω), αυτός που οδηγεί, διαμένει στο λιμάνι, σε Ανθ.