νεώριον: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><i>d’ord. au pl.</i> τὰ νεώρια;<br />chantier pour les constructions maritimes, arsenal, lieu de remisage pour les navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[ὤρα]]. | |btext=ου (τό) :<br /><i>d’ord. au pl.</i> τὰ νεώρια;<br />chantier pour les constructions maritimes, arsenal, lieu de remisage pour les navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[ὤρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεώριον:''' τό ([[νεωρός]]), [[τόπος]] όπου φυλάσσονται πλοία, [[ναύσταθμος]], σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. navalia, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· πρβλ. [[νεώσοικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, (νεωρός)
A dockyard, IG12.57.53, al., Ar.Ach.918, Th.2.93, 3.74, etc.: in pl., E.Hel.1530, Ar.Av.1540, Th.3.92, Lys.12.99, 13.46, Pl.Criti.115c, etc.
German (Pape)
[Seite 250] τό, Thuc. 2, 93, Ar. Ach. 926, Pol. 36, 3, 9, gew. im plur., Schiffswerste, Hallen an den Seiten der Häfen, wo neue Kriegsschiffe gebau't u. alte ausgebessert wurden; Eur. Hel. 1546; Plat. Gorg. 455 d u. öfter; οἱ λιμένες καὶ τὰ νεώρια, Critia. 115 c; Xen. Hell. 6, 5, 32 u. öfter; Lys. 12, 99; Din. 3, 2; Dem. u. Folgde, wie Pol. 36, 3, 9. Vgl. VLL., bes. Harpocr. u. Böckh Att. Seew. p. 64 ff. Sie dienten auch zur Aufbewahrung der Schiffe während des Winters, wo diese auf das Trockene gezogen wurden, u. zur Aufbewahrung aller zur Ausrüstung der Schiffe nöthigen Dinge, also = νεώσοικοι (w. m. s.), Schiffsarsenal. Bei Aesch. 3, 25, ἦρχον τὴν τῶν νεωρίων ἀρχήν, hat man νεωρῶν ändern wollen, was zwar angemessener scheint, aber nicht nothwendig ist.
Greek (Liddell-Scott)
νεώριον: τό, (νεωρὸς) τόπος, ἔνθα τὰ πλοῖα καὶ πάντα τὰ εἰς αὐτὰ ἀνήκοντα σκεύη κλπ. φυλάττονται, ναύσταθμος μετὰ τῶν πρὸς καθέλκυσιν μηχανῶν καὶ τῶν ἀποθηκῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 918, Θουκ. 2. 93., 3. 74. κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατιν. navalia, Εὐρ. Ἑλ. 1530, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1540, Θουκ. 3. 92, Λυσ. 129. 28., 134. 5, Πλάτ., κλ. Πρβλ. νεώσοικοι.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
d’ord. au pl. τὰ νεώρια;
chantier pour les constructions maritimes, arsenal, lieu de remisage pour les navires.
Étymologie: ναῦς, ὤρα.
Greek Monotonic
νεώριον: τό (νεωρός), τόπος όπου φυλάσσονται πλοία, ναύσταθμος, σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. navalia, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· πρβλ. νεώσοικος.