καταισθάνομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταισθάνομαι]] (Α)<br />[[αντιλαμβάνομαι]] κάποιον πλήρως. | |mltxt=[[καταισθάνομαι]] (Α)<br />[[αντιλαμβάνομαι]] κάποιον πλήρως. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταισθάνομαι:''' μέλ <i>-αισθήσομαι</i>, αποθ., [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] πλήρως, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A perceive, τι S.OT422.
German (Pape)
[Seite 1351] (s. αἰσθάνομαι), verstärktes simplex, ὅταν καταίσθῃ τὸν ὑμέναιον Soph. O. R. 422.
Greek (Liddell-Scott)
καταισθάνομαι: ἀποθ., ἐντελῶς ἀντιλαμβάνομαί τινος, τι Σοφ. Ο. Τ. 422.
French (Bailly abrégé)
ao.2 sbj. 3ᵉ sg. καταίσθῃ;
s’apercevoir de, apprendre, acc..
Étymologie: κατά, αἰσθάνομαι.
Greek Monolingual
καταισθάνομαι (Α)
αντιλαμβάνομαι κάποιον πλήρως.
Greek Monotonic
καταισθάνομαι: μέλ -αισθήσομαι, αποθ., καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι κάτι πλήρως, σε Σοφ.