πυριφλεγέθων: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(35) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πυρφλεγέθων]], -ουσα, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φλέγεται σαν τη [[φωτιά]], ο όμοιος με πύρινες φλόγες<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Πυριφλεγέθων</i><br />[[ένας]] από τους [[τρεις]] ποταμούς του Άδη για τον οποίο λεγόταν ότι είχε ρείθρα που ανέδιδαν πύρινες φλόγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>φλεγέθων</i>, μτχ. του [[φλεγέθω]], ποιητ. τ. του ρ. [[φλέγω]]. | |mltxt=και [[πυρφλεγέθων]], -ουσα, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φλέγεται σαν τη [[φωτιά]], ο όμοιος με πύρινες φλόγες<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Πυριφλεγέθων</i><br />[[ένας]] από τους [[τρεις]] ποταμούς του Άδη για τον οποίο λεγόταν ότι είχε ρείθρα που ανέδιδαν πύρινες φλόγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>φλεγέθων</i>, μτχ. του [[φλεγέθω]], ποιητ. τ. του ρ. [[φλέγω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῠρῐφλεγέθων:''' -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η [[φλόγα]] της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, [[ένας]] από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ουσα, ον,
A blazing like fire, ἔσοπτρον Agesianax ap.Plu.2.921b. II pr. n. Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.10.513, Pl.Phd. 114a.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, λάμπων ὡς φλὸξ πυρός, ἔσοπτρον Ἀγησιάναξ παρὰ Πλουτ. 2. 921Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ Πυριφλεγέθων, εἷς τῶν ποταμῶν τοῦ Ἅιδου, οὗ τὰ ῥεῖθρα ἦσαν πυριφλεγῆ κατὰ τὰ μυθολογούμενα, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114Α.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
aux flammes ardentes.
Étymologie: πῦρ, φλέγέθω.
Greek Monolingual
και πυρφλεγέθων, -ουσα, -ον, Α
1. αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, ο όμοιος με πύρινες φλόγες
2. ως κύριο όν. ὁ Πυριφλεγέθων
ένας από τους τρεις ποταμούς του Άδη για τον οποίο λεγόταν ότι είχε ρείθρα που ανέδιδαν πύρινες φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθων, μτχ. του φλεγέθω, ποιητ. τ. του ρ. φλέγω.
Greek Monotonic
πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η φλόγα της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, ένας από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ.