ταξίλοχος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διοικεί στρατιωτικό λόχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάξις]] <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ναύ</i>-<i>λοχος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διοικεί στρατιωτικό λόχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάξις]] <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ναύ</i>-<i>λοχος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ταξίλοχος:''' -ον, αυτός που διοικεί [[λόχον]] ή [[μεραρχία]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A commanding a λόχος or division, τ. λαῶν Arist. Pepl.9.
German (Pape)
[Seite 1068] eine Heerschaar ordnend, λαῶν, Arist. ep. (App. 9, 5).
Greek (Liddell-Scott)
ταξίλοχος: -ον, ὁ διοικῶν λόχον, ταξ. λαῶν Ἀνθολ. Π. παράρτ. 9. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui range ou dirige une troupe.
Étymologie: τάσσω, λόχος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διοικεί στρατιωτικό λόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + λόχος (πρβλ. ναύ-λοχος)].