Ὄασις: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(6_8)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ὄασις''': -εως, ἡ, [[τόπος]] [[εὔφορος]] καὶ κατῳκημένος ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Λιβύης, ἀποτελῶν [[οὕτως]] εἰπεῖν χλοερὰν νῆσον ἐν μέσῳ τῆς ξηρᾶς καὶ ἀμμώδους ἐρήμου, Ἡρόδ. 3. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Bähr. (Τὸ [[ὄνομα]] [[εἶναι]] πιθανῶς Ἀραβικὸν (vah)· ὁ [[τύπος]] [[Αὔασις]], ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 130, [[ὅπερ]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἀπόπειρα]] πρὸς Ἑλληνικὴν ἐτυμολογίαν τῆς λέξεως οἱονεὶ ἐκ τοῦ αὔω, [[αὐαίνω]]).
|lstext='''Ὄασις''': -εως, ἡ, [[τόπος]] [[εὔφορος]] καὶ κατῳκημένος ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Λιβύης, ἀποτελῶν [[οὕτως]] εἰπεῖν χλοερὰν νῆσον ἐν μέσῳ τῆς ξηρᾶς καὶ ἀμμώδους ἐρήμου, Ἡρόδ. 3. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Bähr. (Τὸ [[ὄνομα]] [[εἶναι]] πιθανῶς Ἀραβικὸν (vah)· ὁ [[τύπος]] [[Αὔασις]], ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 130, [[ὅπερ]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἀπόπειρα]] πρὸς Ἑλληνικὴν ἐτυμολογίαν τῆς λέξεως οἱονεὶ ἐκ τοῦ αὔω, [[αὐαίνω]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ὄασις:''' -εως, ἡ, [[ονομασία]] εύφορων τόπων στη Λιβυκή έρημο, σε Ηρόδ. (όνομα πιθ. Αιγυπτιακό).
}}
}}

Revision as of 19:43, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὄασις Medium diacritics: Ὄασις Low diacritics: Όασις Capitals: ΌΑΣΙΣ
Transliteration A: Óasis Transliteration B: Oasis Transliteration C: Oasis Beta Code: *)/oasis

English (LSJ)

εως, ἡ, name of cities in the Libyan desert, Hdt.3.26, Olymp.Hist.p.464 D. ; cf. Αὔασις :—hence Ὀασῖται, οἱ, Ptol.Geog. 4.5.25 : Adj. Ὀασιτικός, ή, όν, PSI4.433.6 (iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

Ὄασις: -εως, ἡ, τόπος εὔφορος καὶ κατῳκημένος ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Λιβύης, ἀποτελῶν οὕτως εἰπεῖν χλοερὰν νῆσον ἐν μέσῳ τῆς ξηρᾶς καὶ ἀμμώδους ἐρήμου, Ἡρόδ. 3. 26, ἔνθα ἴδε Bähr. (Τὸ ὄνομα εἶναι πιθανῶς Ἀραβικὸν (vah)· ὁ τύπος Αὔασις, ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 130, ὅπερ ἴσως εἶναι ἁπλῶς ἀπόπειρα πρὸς Ἑλληνικὴν ἐτυμολογίαν τῆς λέξεως οἱονεὶ ἐκ τοῦ αὔω, αὐαίνω).

Greek Monotonic

Ὄασις: -εως, ἡ, ονομασία εύφορων τόπων στη Λιβυκή έρημο, σε Ηρόδ. (όνομα πιθ. Αιγυπτιακό).