δύστονος: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[δυστονία]] ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκείνος]] που πάσχει από μυϊκή [[δυστονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυς</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]].———————— <b>(II)</b><br />[[δύστονος]], -ον (Α)<br />[[αξιοθρήνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυς</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στένω]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[δυστονία]] ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκείνος]] που πάσχει από μυϊκή [[δυστονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυς</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τόνος]].———————— <b>(II)</b><br />[[δύστονος]], -ον (Α)<br />[[αξιοθρήνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δυς</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στένω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύστονος:''' -ον, αντί <i>δύσ-στονος</i>, [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (στένω)
A lamentable, grievous, A.Th.989 (lyr., codd.), Ch.469 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.
Greek (Liddell-Scott)
δύστονος: -ον, θρηνώδης, ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 984, 999.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, στένω.
Spanish (DGE)
-ον
lamentable, deplorable κήδη A.Ch.469, κακά A.Th.998, δύστονα κήδε' ὁμώνυμα A.Th.984.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν
2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + τόνος.———————— (II)
δύστονος, -ον (Α)
αξιοθρήνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + -στονος < στένω].
Greek Monotonic
δύστονος: -ον, αντί δύσ-στονος, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ.