νεώνητος: Difference between revisions

From LSJ
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεώνητος]], -ον (Α)<br />(για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ώνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αργυρ</i>-<i>ώνητος</i>].
|mltxt=[[νεώνητος]], -ον (Α)<br />(για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ώνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αργυρ</i>-<i>ώνητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεώνητος:''' -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώνητος Medium diacritics: νεώνητος Low diacritics: νεώνητος Capitals: ΝΕΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neṓnētos Transliteration B: neōnētos Transliteration C: neonitos Beta Code: new/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A newly bought, of slaves, Ar.Eq.2, Timocl.7.2, Ph.2.73, cf. Ar.Pl.769; κύνες Aristo Stoic.1.88; ἀγρός App.BC4.41.

German (Pape)

[Seite 249] neuerdings, eben erst gekauft, Ar. Equ. 2 Plut. 769, von Sklaven, wie Luc. navig. 19.

Greek (Liddell-Scott)

νεώνητος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀγορασθείς, ἐπὶ δούλων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, Πλ. 769.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement acheté.
Étymologie: νέος, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

νεώνητος, -ον (Α)
(για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ώνητος (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ-ώνητος].

Greek Monotonic

νεώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.