κηπολόγος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κηπολόγος]], -ον (Α)<br />(για τους Επικούρειους) αυτός που διδάσκει σε κήπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])]. | |mltxt=[[κηπολόγος]], -ον (Α)<br />(για τους Επικούρειους) αυτός που διδάσκει σε κήπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κηπολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που διδάσκει σε κήπο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A teaching in a garden, of Epicureans, AP6.307 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1432] im Garten lehrend, Epikur, Phani. 6 (VI, 307).
Greek (Liddell-Scott)
κηπολόγος: -ον, ὁ διδάσκων ἐν κήπῳ ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Ἀνθολ. Π. 6. 307.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui enseigne dans un jardin (Épicure).
Étymologie: κῆπος, λέγω³.
Greek Monolingual
κηπολόγος, -ον (Α)
(για τους Επικούρειους) αυτός που διδάσκει σε κήπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -λόγος (< λόγος < λέγω)].
Greek Monotonic
κηπολόγος: -ον (λέγω), αυτός που διδάσκει σε κήπο, σε Ανθ.