οἰκουρικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκουρικός]], -ή, -όν (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να μένει στο [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί στο [[σπίτι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκουρικόν</i><br />η [[διαμονή]] στο [[σπίτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οἰκουρικῶς</i> (Μ)<br />με οικουρικό τρόπο.
|mltxt=[[οἰκουρικός]], -ή, -όν (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να μένει στο [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί στο [[σπίτι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκουρικόν</i><br />η [[διαμονή]] στο [[σπίτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οἰκουρικῶς</i> (Μ)<br />με οικουρικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκουρικός:''' -ή, -όν ([[οἰκουρέω]]), αυτός που έχει την [[τάση]] να παραμένει [[συνεχώς]] στο [[σπίτι]]· τὸ -κόν = [[οἰκουρία]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουρικός Medium diacritics: οἰκουρικός Low diacritics: οικουρικός Capitals: ΟΙΚΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: oikourikós Transliteration B: oikourikos Transliteration C: oikourikos Beta Code: oi)kouriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to keep at home : τὸ-κόν, = οἰκουρία, Luc. Fug.16.

German (Pape)

[Seite 303] ή, όν, das Haus zu bewachen geneigt, still zu Hause bleibend, Sp.; – τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Luc. Fugit. 16.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουρικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν εἰς τὸ νὰ μένῃ κατ’ οἶκον· - τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Λουκ. Δραπέτ. 16. - Ἐπίρρ. οἰκουρικῶς, κατὰ τρόπον οἰκουρικόν, Εὐσταθ. Πονημάτ. ἔκδ. Taf. σελ. 288. 47.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
casanier, sédentaire.
Étymologie: οἰκουρός.

Greek Monolingual

οἰκουρικός, -ή, -όν (Α) οικουρός
1. αυτός που συνηθίζει να μένει στο σπίτι
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί στο σπίτι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκουρικόν
η διαμονή στο σπίτι.
επίρρ...
οἰκουρικῶς (Μ)
με οικουρικό τρόπο.

Greek Monotonic

οἰκουρικός: -ή, -όν (οἰκουρέω), αυτός που έχει την τάση να παραμένει συνεχώς στο σπίτι· τὸ -κόν = οἰκουρία, σε Λουκ.