νεότευκτος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(26) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεότευκτος]], -ον)<br />αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, [[νεόκτιστος]], [[νεόδμητος]], καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο [[σπίτι]]» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>τευκτος χρυσό</i>-<i>τευκτος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[νεότευκτος]], -ον)<br />αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, [[νεόκτιστος]], [[νεόδμητος]], καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο [[σπίτι]]» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>τευκτος χρυσό</i>-<i>τευκτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεότευκτος:''' -ον, πρόσφατα κατεργασμένος, [[μόλις]] κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A newly wrought, κασσίτερος Il.21.592; εἰκών Epigr.Gr.311 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 245] neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.
Greek (Liddell-Scott)
νεότευκτος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, κασσίτερος Ἰλ. Φ. 592· εἰκὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 311.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: νέος, τεύχω.
English (Autenrieth)
(τεύχω): newly wrought, Il. 21.592†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεότευκτος, -ον)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος, καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο σπίτι» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. ποικιλό-τευκτος χρυσό-τευκτος].
Greek Monotonic
νεότευκτος: -ον, πρόσφατα κατεργασμένος, μόλις κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.