περιέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[περιβάλλω]] με ενδύματα, [[ντύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔννυμι</i> «[[περιβάλλω]], [[ενδύω]]»].
|mltxt=Α<br />[[περιβάλλω]] με ενδύματα, [[ντύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔννυμι</i> «[[περιβάλλω]], [[ενδύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιέννῡμι:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>περίεσσα</i>, [[τοποθετώ]] [[ολόγυρα]], περὶ εἵματα [[ἕσσον]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>περὶ τεύχεα ἕσσεν</i>, στο ίδ. — Μέσ., <i>χλαῖναν περιέσσασθαι</i>, φορώ τον [[μανδύα]] μου, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέννῡμι Medium diacritics: περιέννυμι Low diacritics: περιέννυμι Capitals: ΠΕΡΙΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: periénnymi Transliteration B: periennymi Transliteration C: periennymi Beta Code: perie/nnumi

English (LSJ)

Ep. Verb used in aor. Act. and Med.,

   A put round, περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Il.16.670,680 ; περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε 18.451 :—Med., [χλαῖναν] περιέσσασθαι to put on one's cloak, Hes.Op. 539.

German (Pape)

[Seite 574] (s. ἕννυμι), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασθαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.

Greek (Liddell-Scott)

περιέννῡμι: περιβάλλω, ἐνδύω, περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. περιτίθημι Ι.

French (Bailly abrégé)

revêtir;
Moy. περιέννυμαι s’envelopper de, se couvrir de, acc..
Étymologie: περί, ἕννυμι.

Greek Monolingual

Α
περιβάλλω με ενδύματα, ντύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔννυμι «περιβάλλω, ενδύω»].

Greek Monotonic

περιέννῡμι: Επικ. αόρ. αʹ περίεσσα, τοποθετώ ολόγυρα, περὶ εἵματα ἕσσον, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ τεύχεα ἕσσεν, στο ίδ. — Μέσ., χλαῖναν περιέσσασθαι, φορώ τον μανδύα μου, σε Ησίοδ.