ἐριστάφυλος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐριστάφυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που [[είναι]] παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που [[είναι]] [[πλούσιος]] σε σταφύλια<br /><b>3.</b> επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[σταφυλή]]. | |mltxt=[[ἐριστάφυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που [[είναι]] παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που [[είναι]] [[πλούσιος]] σε σταφύλια<br /><b>3.</b> επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[σταφυλή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐριστάφῠλος:''' -ον (στᾰφῠλή)·,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για το [[κρασί]], φτιαγμένος από διαλεχτά σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλούσιος]], [[άφθονος]] σε σταφύλια, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον, of wine,
A made of fine grapes, Od.9.111,358. II rich in grapes, of Lesbos, Archestr.Fr.56.9 ; of Bacchus, AP9.580.6, Nonn.D.12.251.
German (Pape)
[Seite 1031] groß-, reichtraubig, οἶνος, Od. 9, 111. 358; Λέσβος, das traubenreiche, Archestr. bei Ath. II, 92 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριστάφυλος: -ον, ὡς ἐπίθετον τοῦ οἴνου, ἄμπελοι αἵ τε φέρουσιν οἶνον ἐριστάφυλον, «ἐκ τελείου καρποῦ τῆς σταφυλῆς γινόμενον» (Σχολ.), ἢ ἀπὸ μεγάλων σταφυλῶν, Ὀδ. Ι. 111, 358. ΙΙΙ. πλούσιος εἰς σταφυλάς, ἐπὶ τῆς Λέσβου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε. ὡς ἐπίθ. τοῦ Βάκχου Ἀνθ. Π. 9. 580. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριστάφυλον· καλλιστάφυλον· πολύν. ἢ τὸν ἐξ εὐγενοῦς σταφυλῆς ἢ μεγάλης».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait avec de grosses grappes de raisin.
Étymologie: ἐρι-, σταφυλή.
English (Autenrieth)
(σταφυλή): largeclustered, οἶνος, Od. 9.111, 358.
Greek Monolingual
ἐριστάφυλος, -ον (Α)
1. (για κρασί) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια
2. (για τόπο) αυτός που είναι πλούσιος σε σταφύλια
3. επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + σταφυλή.
Greek Monotonic
ἐριστάφῠλος: -ον (στᾰφῠλή)·,
I. λέγεται για το κρασί, φτιαγμένος από διαλεχτά σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ.
II. πλούσιος, άφθονος σε σταφύλια, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.