ὑψίπυλος: Difference between revisions

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(στον Όμ.) (ως [[επίθετο]] της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «[[ἔνθα]] κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Θήβην ὑψίπυλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τηλέ</i>-<i>πυλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(στον Όμ.) (ως [[επίθετο]] της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «[[ἔνθα]] κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «Θήβην ὑψίπυλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τηλέ</i>-<i>πυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), αυτός που έχει ψηλές πύλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπῠλος Medium diacritics: ὑψίπυλος Low diacritics: υψίπυλος Capitals: ΥΨΙΠΥΛΟΣ
Transliteration A: hypsípylos Transliteration B: hypsipylos Transliteration C: ypsipylos Beta Code: u(yi/pulos

English (LSJ)

ον,

   A with high gates, Il.6.416, 16.698, E.HF1030 (lyr.), B.8.46.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς πύλας, Ἰλ. Ζ. 416, 698· κλῇθρα ὑψιπύλων δόμων Εὐρ. Ἡρακλ. 1030.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux portes élevées.
Étymologie: ὕψι, πύλη.

English (Autenrieth)

(πύλη): high-gated.

Greek Monolingual

-ον, Α
(στον Όμ.) (ως επίθετο της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.
β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέ-πυλος].

Greek Monotonic

ὑψίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ψηλές πύλες, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.