πολύρροθος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(33) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πολυρρόθιος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από [[πολλά]] στόματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥόθος]] «[[θόρυβος]]» (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-<i>ρροθος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πολυρρόθιος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από [[πολλά]] στόματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥόθος]] «[[θόρυβος]]» (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-<i>ρροθος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύρροθος:''' -ον, [[βροντερός]], [[πολυθόρυβος]], <i>φροίμια πολύρροθα</i>, [[πολυκύμαντος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg., φροίμια π. the cries
A of many voices, A.Th.7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
retentissant ; que tout le monde répète.
Étymologie: πολύς, ῥόθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολυρρόθιος
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].
Greek Monotonic
πολύρροθος: -ον, βροντερός, πολυθόρυβος, φροίμια πολύρροθα, πολυκύμαντος, σε Αισχύλ.