λευκόσφυρος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκόσφυρος]], -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»)]. | |mltxt=[[λευκόσφυρος]], -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λευκόσφῠρος:''' -ον ([[σφυρόν]]), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, [[λευκά]] ή [[γυμνά]] πόδια, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A white-ankled, Ἥβα Theoc.17.32.
German (Pape)
[Seite 35] mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόσφῠρος: -ον, ἔχων λευκὰ σφυρά, Ἥβα Θεόκρ. 17. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux talons blancs.
Étymologie: λευκός, σφυρόν.
Greek Monolingual
λευκόσφυρος, -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)].
Greek Monotonic
λευκόσφῠρος: -ον (σφυρόν), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, λευκά ή γυμνά πόδια, σε Θεόκρ.