ἀνθεμουργός: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθεμουργός]], -όν (Α)<br />επίθ. της μέλισσας, [[επειδή]] εργάζεται το [[μέλι]] απ' τον χυμό των λουλουδιών.
|mltxt=[[ἀνθεμουργός]], -όν (Α)<br />επίθ. της μέλισσας, [[επειδή]] εργάζεται το [[μέλι]] απ' τον χυμό των λουλουδιών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθεμουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται στα λουλούδια, λέγεται για μέλισσες, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεμουργός Medium diacritics: ἀνθεμουργός Low diacritics: ανθεμουργός Capitals: ΑΝΘΕΜΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: anthemourgós Transliteration B: anthemourgos Transliteration C: anthemourgos Beta Code: a)nqemourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A working in flowers, ἡ ἀ., i.e. the bee, A.Pers.612.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, Blumen verarbeitend, Aesch. Pers. 604, die Biene, die aus Blumen ihren Honig bereitet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεμουργός: -όν, (*ἔργω) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ μέλι, τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι Αἰσχύλ. Πέρσ. 612.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui exploite les fleurs (abeille).
Étymologie: ἄνθεμον, ἔργον.

Spanish (DGE)

-όν
que trabaja en las flores e.d. la abeja τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα A.Pers.612.

Greek Monolingual

ἀνθεμουργός, -όν (Α)
επίθ. της μέλισσας, επειδή εργάζεται το μέλι απ' τον χυμό των λουλουδιών.

Greek Monotonic

ἀνθεμουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται στα λουλούδια, λέγεται για μέλισσες, σε Αισχύλ.