ἀνοικτέον: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(big3_4) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que abrir]] τάδ' E.<i>Io</i> 1387. | |dgtxt=[[hay que abrir]] τάδ' E.<i>Io</i> 1387. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνοικτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνοίγω]], αυτό που πρέπει να ανοιχθεί, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must open, E.Ion1387.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνοίγω, πρέπει τις νὰ ἀνοίξῃ, Εὐρ. Ἴων 1387.
Spanish (DGE)
hay que abrir τάδ' E.Io 1387.
Greek Monotonic
ἀνοικτέον: ρημ. επίθ. του ἀνοίγω, αυτό που πρέπει να ανοιχθεί, σε Ευρ.