ἀνερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, [[ανεξέταστος]], [[ανεξιχνίαστος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, [[ανεξέταστος]], [[ανεξιχνίαστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνερεύνητος:''' -ον ([[ἐρευνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, [[ανεξιχνίαστος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερεύνητος Medium diacritics: ἀνερεύνητος Low diacritics: ανερεύνητος Capitals: ΑΝΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anereúnētos Transliteration B: anereunētos Transliteration C: anereynitos Beta Code: a)nereu/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A not investigated, Pl.Hp.Ma.298c; ἀ. παραλιπεῖν τι Arist.EN1181b12.    2 that cannot be searched or found out, v.l. in Pl.Cra.421d; ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι harass oneself about inscrutable things, f.l. in E.Ion255.

German (Pape)

[Seite 226] unerforscht, Eur. Ion. 255; Plat. Hipp. mai. 298 c; unerforschlich, όνόματα Crat. 421 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερεύνητος: -ον, ὁ μὴ ἀνερευνηθείς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298C· ἀν. παραλιπεῖν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 22. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀνερευνήσῃ ἢ νὰ ἀνεύρῃ, Πλάτ. Κρατ. 421D: ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι, ἀθυμῶ, βασανίζομαι περὶ ἀνερευνήτων, ἀνεξιχνιάστων πραγμάτων, Εὐρ. Ἴων 255.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non exploré.
Étymologie: ἀ, ἐρευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
no investigado ἀνερεύνητα ὄντα ... λέγειν Pl.Hp.Ma.298c, τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας Arist.EN 1181b12
no explorado ὠκεανός Peripl.M.Rubri 18.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, ανεξέταστος, ανεξιχνίαστος.

Greek Monotonic

ἀνερεύνητος: -ον (ἐρευνάω),
1. αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, ανεξιχνίαστος, σε Ευρ.