ἀνθυπάγω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθυπάγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καταγγέλλω]] στο δικαστήριο αυτόν που μου έκανε [[αγωγή]] και την έχασε<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) [[αποσύρω]] αμοιβαία<br /><b>3.</b> [[υποκαθιστώ]], [[αντικαθιστώ]].
|mltxt=[[ἀνθυπάγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καταγγέλλω]] στο δικαστήριο αυτόν που μου έκανε [[αγωγή]] και την έχασε<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) [[αποσύρω]] αμοιβαία<br /><b>3.</b> [[υποκαθιστώ]], [[αντικαθιστώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθυπάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσάγω]] σε [[δίκη]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:25, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυπάγω Medium diacritics: ἀνθυπάγω Low diacritics: ανθυπάγω Capitals: ΑΝΘΥΠΑΓΩ
Transliteration A: anthypágō Transliteration B: anthypagō Transliteration C: anthypago Beta Code: a)nqupa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A bring to trial or indict in turn, Th.3.70.    2 rejoin, reply, A.D.Pron.53.21, al.:—Pass., τὸ-αγόμενον, -αχθησόμενον, Id.Synt.118.1, 121.22.    b substitute, ib.12.9, etc.    3 lead under in turn, αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸ ζυγόν D.C.Fr.36.22; but in Med., bring over, τινὰς ἐς εὔνοιαν ib.35.10.    4 withdraw in turn, ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146J.

German (Pape)

[Seite 235] sc. ἐς δίκην, dagegen anklagen, Thuc. 3, 70. Bei Apoll. pron. 276 b = ein Wort dem andern entgegenstellen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπάγω: [ᾰ], καταγγέλλω καὶ ἐγὼ τὸ δικαστήριον τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) ἀναφέρω, ὑπάγω, τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, αὖθις δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).

French (Bailly abrégé)

impf. ἠνθυπῆγον;
accuser à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπάγω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 llevar a su vez ὑπάγουσιν αὐτὸν οὗτοι ... ἐς δίκην ... ὁ δὲ ἀποφυγὼν ἀνθυπάγει αὐτῶν τοὺς πλουσιωτάτους le llevan ésos ... a juicio ... pero él, una vez absuelto, lleva a su vez a los más ricos de ellos Th.3.70, τοὺς αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸν ζυγὸν ἀνθυπήγαγον los romanos a los samnitas, D.C.36.22, en v. med. ἀνθυπαγόμενοι τοὺς Λατίνους ἐς εὔνοιαν D.C.35.10, en v. pas. οἱ δὲ φιλανθρώπως ἀνθυπάγονται τῇ αἰχμαλωσίᾳ pero estos a su vez son conducidos humanamente al cautiverio Basil.M.30.608B.
2 gram. responder, contestar ὅπου ... πρὸς τὰς ἐρωτήσεις ἀνθυπάγομεν τὸ ναί ἢ οὔ A.D.Synt.117.26, cf. 118.1, tb. en v. med. πρὸς τὰ πύσματα αἱ εὐθεῖαι ἀνθυπάγονται A.D.Pron.53.21, en v. pas. τὸ ἀνθυπαχθησόμενον πρόσωπον la persona que va a ser contrapuesta A.D.Synt.121.21
del pron. sustituir, introducir a cambio en v. pas. ὁπότε ... ἀνθυπάγεται ἀντωνυμία A.D.Synt.12.9.
II intr. retirarse a su vez ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146.

Greek Monolingual

ἀνθυπάγω (Α)
1. καταγγέλλω στο δικαστήριο αυτόν που μου έκανε αγωγή και την έχασε
2. (για στρατεύματα) αποσύρω αμοιβαία
3. υποκαθιστώ, αντικαθιστώ.

Greek Monotonic

ἀνθυπάγω: [ᾰ], μέλ. -ξω, προσάγω σε δίκη με τη σειρά μου, σε Θουκ.