ἀντιμηχανάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(big3_5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀντιμηχᾰνάομαι)<br />[[maquinar a su vez]] c. ac. int. ἄλλα Hdt.8.52, οἷα E.<i>Ba</i>.291, μηχανὰς ... ἀντιμηχανήσασθαι Plu.2.256c<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. [[maquinar a su vez contra]], [[discurrir contra, frente]] X.<i>HG</i> 5.3.16, Plb.16.30.2, 21.27.4, D.S.17.55, Sch.A.<i>Pr</i>.110H.<br /><b class="num">•</b>abs. Arist.<i>HA</i> 613<sup>b</sup>27.
|dgtxt=(ἀντιμηχᾰνάομαι)<br />[[maquinar a su vez]] c. ac. int. ἄλλα Hdt.8.52, οἷα E.<i>Ba</i>.291, μηχανὰς ... ἀντιμηχανήσασθαι Plu.2.256c<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. [[maquinar a su vez contra]], [[discurrir contra, frente]] X.<i>HG</i> 5.3.16, Plb.16.30.2, 21.27.4, D.S.17.55, Sch.A.<i>Pr</i>.110H.<br /><b class="num">•</b>abs. Arist.<i>HA</i> 613<sup>b</sup>27.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμηχᾰνάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]] ενάντια σε ή αντίθετα προς, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμηχᾰνάομαι Medium diacritics: ἀντιμηχανάομαι Low diacritics: αντιμηχανάομαι Capitals: ΑΝΤΙΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: antimēchanáomai Transliteration B: antimēchanaomai Transliteration C: antimichanaomai Beta Code: a)ntimhxana/omai

English (LSJ)

   A contrive against or in opposition, ἄλλα ἀ. Hdt.8.52, cf. E Ba.291; σβεστήρια κωλύματα Th.7.53: abs., Arist.HA613b27; πρός τι X.HG5.3.16.

German (Pape)

[Seite 255] Gegenanstalten treffen, Gegenlist anwenden, Her. 8. 52; πρός τι Eur. Bacch. 291; Thuc. 7, 53; Xen. Hell. 5, 3, 16; Pol.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμηχᾰνάομαι: ἀποθ., μηχανῶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ἄλλα τε ἀντεμηχανέοντο καὶ δὴ καί, κτλ. Ἡροδ. 8. 52· ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα Θουκ. 7. 53· ἀπολ., Εὐρ. Βάκχ. 291, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 5· ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 machiner contre;
2 imaginer en guise de défense.
Étymologie: ἀντί, μηχανάομαι.

Spanish (DGE)

(ἀντιμηχᾰνάομαι)
maquinar a su vez c. ac. int. ἄλλα Hdt.8.52, οἷα E.Ba.291, μηχανὰς ... ἀντιμηχανήσασθαι Plu.2.256c
c. πρός y ac. maquinar a su vez contra, discurrir contra, frente X.HG 5.3.16, Plb.16.30.2, 21.27.4, D.S.17.55, Sch.A.Pr.110H.
abs. Arist.HA 613b27.

Greek Monotonic

ἀντιμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, επινοώ ενάντια σε ή αντίθετα προς, σε Ηρόδ., Θουκ.