ἀξιομακάριστος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀξιομακάριστος]], -ον)<br />αυτός που αξίζει να τον μακαρίζουν, να τον θεωρούν ευτυχισμένο. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀξιομακάριστος]], -ον)<br />αυτός που αξίζει να τον μακαρίζουν, να τον θεωρούν ευτυχισμένο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀξιομᾰκάριστος:''' [κᾰ], -ον, [[άξιος]] να θεωρείται [[χαρούμενος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A worthy to be deemed happy, X.Ap.34 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 270] der glücklich gepriesen zuwerden verdient, Xen. Apol. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιομακάριστος: [κᾰ], ον, ἄξιος μακαρισμοῦ, ἀξιομακαριστότατον Ξεν. Ἀπολ. 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d’être regardé comme heureux.
Étymologie: ἄξιος, μακαρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
digno de alabanza Σωκράτης X.Ap.34, Παῦλος Ign.Eph.12.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀξιομακάριστος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον μακαρίζουν, να τον θεωρούν ευτυχισμένο.
Greek Monotonic
ἀξιομᾰκάριστος: [κᾰ], -ον, άξιος να θεωρείται χαρούμενος, σε Ξεν.