ἀνεμοσφάραγος: Difference between revisions
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεμοσφάραγος]], -ον (Α)<br />αυτός που αντηχεί από το [[φύσημα]] των ανέμων. | |mltxt=[[ἀνεμοσφάραγος]], -ον (Α)<br />αυτός που αντηχεί από το [[φύσημα]] των ανέμων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνεμοσφάρᾰγος:''' -ον, αυτός που αντηχεί στους ανέμους, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A echoing to the wind, κόλποι Pi.P.9.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων Πινδ. Π. 9.6. [σφᾰ].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne du bruit du vent.
Étymologie: ἄνεμος, σφάραγος.
English (Slater)
ᾰνεμοσφᾰρᾰγος
1 echoing in the wind ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων (P. 9.5)
Spanish (DGE)
(ἀνεμοσφάρᾰγος) -ον que resuenan con el viento κόλποι Pi.P.9.5.
Greek Monolingual
ἀνεμοσφάραγος, -ον (Α)
αυτός που αντηχεί από το φύσημα των ανέμων.
Greek Monotonic
ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, αυτός που αντηχεί στους ανέμους, σε Πίνδ.