ἐφήβειος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφήβειος]] και [[ἐφήβιος]], -ία, -ον (Α) [[έφηβος]]<br />[[νεανικός]].
|mltxt=[[ἐφήβειος]] και [[ἐφήβιος]], -ία, -ον (Α) [[έφηβος]]<br />[[νεανικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφήβειος:''' -α, -ον ([[ἔφηβος]]), [[νεανικός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφήβειος Medium diacritics: ἐφήβειος Low diacritics: εφήβειος Capitals: ΕΦΗΒΕΙΟΣ
Transliteration A: ephḗbeios Transliteration B: ephēbeios Transliteration C: efiveios Beta Code: e)fh/beios

English (LSJ)

α, ον,

   A youthful, ἁλικία AP7.427.12 (Antip. Sid.); ἀκμαί Epigr.Gr.231 (Cnios).

German (Pape)

[Seite 1116] = ἐφήβαιος, ἐφηβείαις ἀκμαῖς Ep. ad. 734 (App. 148, nach Dorville's Conj. ἐφηβείας).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφήβειος: -α, -ον, νεανικός, ἀκμὴ Ἀνθ. Π. 7. 427, παράρτ. 148.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne l’adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.

Greek Monolingual

ἐφήβειος και ἐφήβιος, -ία, -ον (Α) έφηβος
νεανικός.

Greek Monotonic

ἐφήβειος: -α, -ον (ἔφηβος), νεανικός, σε Ανθ.