ξενοκτονέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> tuer des hôtes <i>ou</i> des étrangers;<br /><b>2</b> tuer son hôte.<br />'''Étymologie:''' [[ξενοκτόνος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> tuer des hôtes <i>ou</i> des étrangers;<br /><b>2</b> tuer son hôte.<br />'''Étymologie:''' [[ξενοκτόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενοκτονέω:''' Ιων. ξεινοκτ-,<br /><b class="num">I.</b> [[φονεύω]] τους φιλοξενούμενούς μου ή τους ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ., ΙI. [[σκοτώνω]] τον οικοδεσπότη μου, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοκτονέω Medium diacritics: ξενοκτονέω Low diacritics: ξενοκτονέω Capitals: ΞΕΝΟΚΤΟΝΕΩ
Transliteration A: xenoktonéō Transliteration B: xenoktoneō Transliteration C: ksenoktoneo Beta Code: cenoktone/w

English (LSJ)

Ion. ξεινο-,

   A slay guests or strangers, Hdt.2.115, E.Hec.1247, D.S.4.18.

German (Pape)

[Seite 277] ion. ξεινοκτονέω, Fremde od. Gastfreunde tödten; Eur. Hec. 1347; Her. 2, 115 u. Sp., wie D. Sic. 4, 40 Luc. D. D. 16, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοκτονέω: Ἰων. ξεινοκτ-, φονεύω τοὺς ξενιζομένους παρ’ ἐμοὶ ἢ ξένους, Ἡρόδ. 2. 115, Εὐρ. Ἑκ. 1247, Διόδ. 4. 18.
ΙΙ. φονεύω τὸν ξενίζοντά με, Εὐρ. Ι. Τ. 1021.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tuer des hôtes ou des étrangers;
2 tuer son hôte.
Étymologie: ξενοκτόνος.

Greek Monotonic

ξενοκτονέω: Ιων. ξεινοκτ-,
I. φονεύω τους φιλοξενούμενούς μου ή τους ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ., ΙI. σκοτώνω τον οικοδεσπότη μου, σε Ευρ.