σφετεριστής: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν [[σφετερίζομαι]]<br />αυτός που οικειοποιείται [[παράνομα]] [[ξένο]] [[πράγμα]]. | |mltxt=ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν [[σφετερίζομαι]]<br />αυτός που οικειοποιείται [[παράνομα]] [[ξένο]] [[πράγμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφετεριστής:''' ὁ, αυτός που οικειοποιείται [[κάτι]] που δεν του ανήκει, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.
Greek (Liddell-Scott)
σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s’approprie le bien d’autrui.
Étymologie: σφετερίζω.
Greek Monolingual
ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.
Greek Monotonic
σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.