κελαινόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(6_1)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελαινόομαι''': [[γίνομαι]] [[κελαινός]], [[μέλας]] ἢ [[σκοτεινός]], κ. θὴρ Αἰσχύλ. Χο. 413.
|lstext='''κελαινόομαι''': [[γίνομαι]] [[κελαινός]], [[μέλας]] ἢ [[σκοτεινός]], κ. θὴρ Αἰσχύλ. Χο. 413.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελαινόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαύρος]] ή [[σκοτεινός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόομαι Medium diacritics: κελαινόομαι Low diacritics: κελαινόομαι Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: kelainóomai Transliteration B: kelainoomai Transliteration C: kelainoomai Beta Code: kelaino/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A grow black or dark, A.Ch.413 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόομαι: γίνομαι κελαινός, μέλαςσκοτεινός, κ. θὴρ Αἰσχύλ. Χο. 413.

Greek Monotonic

κελαινόομαι: Παθ., γίνομαι μαύρος ή σκοτεινός, σε Αισχύλ.