θοινάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θοινάτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[θοινατήρ]], [[συμποσιαστής]], αυτός που μετέχει σε [[συμπόσιο]], ο ευωχούμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θοινώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γενέ</i>-<i>τωρ</i>, <i>ευπά</i>-<i>τωρ</i>, <i>συνδαί</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[θοινάτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[θοινατήρ]], [[συμποσιαστής]], αυτός που μετέχει σε [[συμπόσιο]], ο ευωχούμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θοινώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γενέ</i>-<i>τωρ</i>, <i>ευπά</i>-<i>τωρ</i>, <i>συνδαί</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θοινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, = [[θοινατήρ]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοινάτωρ Medium diacritics: θοινάτωρ Low diacritics: θοινάτωρ Capitals: ΘΟΙΝΑΤΩΡ
Transliteration A: thoinátōr Transliteration B: thoinatōr Transliteration C: thoinator Beta Code: qoina/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ,

   A feaster, E.Ion1206, 1217.

German (Pape)

[Seite 1213] ορος, ὁ, = θοινατήρ, der Schmausende, Eur. Ion 1206. 1217. Vgl. θοινήτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

θοινάτωρ: ᾱ, ορος, ὁ, θοινατήρ, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1206, 1217· πρβλ. θοινήτωρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. θοινατήρ.

Greek Monolingual

θοινάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
θοινατήρ, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γενέ-τωρ, ευπά-τωρ, συνδαί-τωρ)].

Greek Monotonic

θοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, = θοινατήρ, σε Ευρ.