ἐλευθερουργός: Difference between revisions
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
(11) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλευθερουργός]], -όν (Α)<br />(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, [[χωρίς]] χαλινάρια. | |mltxt=[[ἐλευθερουργός]], -όν (Α)<br />(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, [[χωρίς]] χαλινάρια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλευθερουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[αριστοκρατικός]], [[ευγενής]], [[αγέρωχος]], [[αλαζονικός]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 796] sich frei geberdend, sich brüstend, vom Pferde, f. l. für ἐθελουργός, Poll. 1, 194; Xen. de re equ. 10, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν ἐλευθέρας κινήσεις, ὁ βαδίζων γαύρως ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ libertador Poll.3.120.
Greek Monolingual
ἐλευθερουργός, -όν (Α)
(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, χωρίς χαλινάρια.
Greek Monotonic
ἐλευθερουργός: -όν (*ἔργω), αριστοκρατικός, ευγενής, αγέρωχος, αλαζονικός, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.