Πρασσαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(6_15)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Πρασσαῖος''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ πρασαῖος (= [[πράσινος]]) ὁ ὡς τὸ [[πράσον]] [[πράσινος]] [[ὄνομα]] βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 255· ― οὕτω Πρᾰσσο-[[φάγος]], ον, ὁ τρώγων πράσα, [[αὐτόθι]] 229.
|lstext='''Πρασσαῖος''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ πρασαῖος (= [[πράσινος]]) ὁ ὡς τὸ [[πράσον]] [[πράσινος]] [[ὄνομα]] βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 255· ― οὕτω Πρᾰσσο-[[φάγος]], ον, ὁ τρώγων πράσα, [[αὐτόθι]] 229.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πρασσαῖος:''' ὁ, ποιητ. αντί <i>πρασαῖος</i> (= [[πράσινος]]), [[πράσινος]], όπως το [[πράσο]], όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πρασσαῖος Medium diacritics: Πρασσαῖος Low diacritics: Πρασσαίος Capitals: ΠΡΑΣΣΑΙΟΣ
Transliteration A: Prassaîos Transliteration B: Prassaios Transliteration C: Prassaios Beta Code: *prassai=os

English (LSJ)

ὁ, mock-Ep. for Πρασαῖος(

   A = πράσινος), Leek-green, name of a frog, Batr. 252:—so Πρασσο-φάγος [φᾰ], ὁ, Leek-eater, v. l. ib. 232.

Greek (Liddell-Scott)

Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ πρασαῖος (= πράσινος) ὁ ὡς τὸ πράσον πράσινος ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 255· ― οὕτω Πρᾰσσο-φάγος, ον, ὁ τρώγων πράσα, αὐτόθι 229.

Greek Monotonic

Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. αντί πρασαῖος (= πράσινος), πράσινος, όπως το πράσο, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.