ἔρισμα: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔρισμα]], τὸ (Α) [[ερίζω]]<br />[[αιτία]], [[αφορμή]] φιλονεικίας.
|mltxt=[[ἔρισμα]], τὸ (Α) [[ερίζω]]<br />[[αιτία]], [[αφορμή]] φιλονεικίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔρισμα:''' -ατος, τό ([[ἐρίζω]]), [[αιτία]] διαμάχης, διχόνοιας, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρισμα Medium diacritics: ἔρισμα Low diacritics: έρισμα Capitals: ΕΡΙΣΜΑ
Transliteration A: érisma Transliteration B: erisma Transliteration C: erisma Beta Code: e)/risma

English (LSJ)

ατος, τό

   A, (ἐρίζω) cause of quarrel, Il.4.38.    II ἐρίσμασιν· εἰρεσίαις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1030] τό, Gegenstand des Streites, Zankapfel, Il. 4, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρισμα: τό, (ἐρίζω) αἰτία ἔριδος, Ἰλ. Δ. 38.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet de dispute.
Étymologie: ἐρίζω.

English (Autenrieth)

(ἐρίζω): matter or cause of strife, Il. 4.38†.

Greek Monolingual

ἔρισμα, τὸ (Α) ερίζω
αιτία, αφορμή φιλονεικίας.

Greek Monotonic

ἔρισμα: -ατος, τό (ἐρίζω), αιτία διαμάχης, διχόνοιας, σε Ομήρ. Ιλ.