σκηνογράφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[καλλιτέχνης]] που ασχολείται με τη [[σκηνογραφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br />[[καλλιτέχνης]] που ασχολείται με τη [[σκηνογραφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκηνογράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[γράφω]]), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A scene-painter, D.L.2.125.
German (Pape)
[Seite 895] die Schaubühne ausmalend; ὁ σκ., der Theatermaler, Perspectivenmaler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν σκηνάς, Διογ. Λ. 2. 125.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
décorateur de théâtre.
Étymologie: σκηνή, γράφω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος].
Greek Monotonic
σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.