δαιδαλόεις: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιδαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[δαιδάλεος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ποιητικός]] τ. του [[δαιδάλεος]] με [[μετρική]] [[παρέκταση]]].
|mltxt=[[δαιδαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[δαιδάλεος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ποιητικός]] τ. του [[δαιδάλεος]] με [[μετρική]] [[παρέκταση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαιδαλόεις:''' -εσσα, -εν, = [[δαιδάλεος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδαλόεις Medium diacritics: δαιδαλόεις Low diacritics: δαιδαλόεις Capitals: ΔΑΙΔΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: daidalóeis Transliteration B: daidaloeis Transliteration C: daidaloeis Beta Code: daidalo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = δαιδάλεος, τεύχεα Q.S.1.141; βρέτας χρυσῷ δ. AP9.332 (Nossis).

German (Pape)

[Seite 514] εσσα, εν, = δαιδάλεος, βρέτας χρυσῷ δ. Noss. 4 (IX, 332); τεύχεα Qu. Sm. 1, 141.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδαλόεις: εσσα, εν, = δαιδάλεος, Κόϊντ. Σμ. 1. 141, Ἀνθ. Π. 9. 332.

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλόεις) -εσσα, -εν
trabajado artísticamente, adornado τὸ βρέτας ... χρυσῷ δ. AP 9.332 (Noss.), τεύχεα Q.S.1.141.

Greek Monolingual

δαιδαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
δαιδάλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δαιδάλεος με μετρική παρέκταση].

Greek Monotonic

δαιδαλόεις: -εσσα, -εν, = δαιδάλεος, σε Ανθ.