φοιβαστικός: Difference between revisions
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φοιβάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμπνέεται από τον Φοίβο, [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φοιβαστικὸς χρησμῶν» — αυτός που χρησμοδοτεί (<b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[φοιβάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εμπνέεται από τον Φοίβο, [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φοιβαστικὸς χρησμῶν» — αυτός που χρησμοδοτεί (<b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φοιβαστικός:''' -ή, -όν, ([[φοιβάζω]]), [[προφητικός]]· με γεν., <i>φοιβαστικὸς χρῆσμων</i>, [[εκφέρω]] μαντείες, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A like inspiration, enthusiastic, Longin.13.2, Ptol.Tetr.159: c. gen., φ. ἐμμέτρων χρησμῶν uttering oracles in verse, Plu.Rom.21.
German (Pape)
[Seite 1295] zur Begeisterung gehörig, wahrsagend, Longin. und Sp., φοιβαστικὴν ἐμμέτρων χρησμῶν, d. i. in Versen Orakel ertheilend, Plut. Rom. 20.
Greek (Liddell-Scott)
φοιβαστικός: -ή, -όν, ὁ ὑπὸ τοῦ Φοίβου ἐμπνεόμενος, μαντευτικός, ἐνθουσιώδης, Λογγῖν. 13. 2· μετὰ γεν., φ. χρησμῶν, προφέρων χρησμούς, χρησμοδοτῶν, Πλουτ. Ρωμ. 21.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui prononce en prophétisant, gén..
Étymologie: φοιβάς.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φοιβάζω
1. αυτός που εμπνέεται από τον Φοίβο, προφητικός
2. φρ. «φοιβαστικὸς χρησμῶν» — αυτός που χρησμοδοτεί (Πλούτ.).
Greek Monotonic
φοιβαστικός: -ή, -όν, (φοιβάζω), προφητικός· με γεν., φοιβαστικὸς χρῆσμων, εκφέρω μαντείες, σε Πλούτ.