εἰκελόνειρος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰκελόνειρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μοιάζει με όνειρο. | |mltxt=[[εἰκελόνειρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μοιάζει με όνειρο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰκελόνειρος:''' -ον, αυτός που μοιάζει με όνειρο, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A dream-like, ἀνέρες Ar.Av.687 (anap.).
German (Pape)
[Seite 726] traumähnlich, Ar. Av. 687, ἀνέρες.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκελόνειρος: -ον, εἴκελος, ὅμοιος ὀνείρῳ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ressemble à un songe.
Étymologie: εἴκελος, ὄνειρος.
Spanish (DGE)
-ον semejante a un sueño ἀνέρες Ar.Au.687.
Greek Monolingual
εἰκελόνειρος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όνειρο.
Greek Monotonic
εἰκελόνειρος: -ον, αυτός που μοιάζει με όνειρο, σε Αριστοφ.