οἰνώψ: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(28)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />(ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) [[οἶνοψ]] («τᾱσδ' [[ἐπώνυμον]] γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώψ</i>].
|mltxt=[[οἰνώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />(ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) [[οἶνοψ]] («τᾱσδ' [[ἐπώνυμον]] γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώψ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, = [[οἰνωπός]], λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνώψ Medium diacritics: οἰνώψ Low diacritics: οινώψ Capitals: ΟΙΝΩΨ
Transliteration A: oinṓps Transliteration B: oinōps Transliteration C: oinops Beta Code: oi)nw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ,

   A = οἶνοψ, of Dionysus, S.OT211 (lyr.), prob. in E.Ba.236 ; f.l. in S.OC674.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἐν χρήσει παρὰ Σοφοκλ. ἀντὶ οἶνοψ, οἰνωπός, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, οἰνῶπα Βάκχον εὔιον Ο. Τ. 211˙ καθόλου, μελανωπός, μελανόχρους, τὸν οἰνῶπ’ ἀνέχουσα κισσὸν (ἔνθα ὁ Jebb ἔχει: τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσόν, καὶ ἄλλοι ἄλλας γραφὰς) Ο. Κ. 674.

Greek Monolingual

οἰνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ («τᾱσδ' ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ωψ, -ωπος (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. γλαυκ-ώψ].

Greek Monotonic

οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = οἰνωπός, λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, μελανός, σκουρόχρωμος, στον ίδ.