εὐστροφάλιγξ: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐστροφάλιγξ]], -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)<br />με ωραίους βοστρύχους, [[σγουρός]] («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στροφάλιγξ]] «[[καμπυλότητα]]»]. | |mltxt=[[εὐστροφάλιγξ]], -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)<br />με ωραίους βοστρύχους, [[σγουρός]] («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στροφάλιγξ]] «[[καμπυλότητα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐστροφάλιγξ:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρός]], λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ,
A curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
bien enroulé.
Étymologie: εὖ, στροφάλιγξ.
Greek Monolingual
εὐστροφάλιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»].
Greek Monotonic
εὐστροφάλιγξ: [ᾰ], ὁ, ἡ, σγουρομάλλης, κατσαρός, λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.