λιταργίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιταργίζω]] (Α)<br />[[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[γρήγορα]], [[σπεύδω]], [[τρέχω]] («εἶθ' [[ὅπως]] λιταργιοῡμεν οἴκαδ' εἰς τὰ χωρία», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετη λ., πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (εδώ ως επιτατικό [[πρόθημα]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] «[[ταχύς]]»].
|mltxt=[[λιταργίζω]] (Α)<br />[[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[γρήγορα]], [[σπεύδω]], [[τρέχω]] («εἶθ' [[ὅπως]] λιταργιοῡμεν οἴκαδ' εἰς τὰ χωρία», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετη λ., πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (εδώ ως επιτατικό [[πρόθημα]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] «[[ταχύς]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐταργίζω:''' Αττ. μέλ. <i>λιταργιῶ</i>, [[σπεύδω]], κάνω [[γρήγορα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐταργίζω Medium diacritics: λιταργίζω Low diacritics: λιταργίζω Capitals: ΛΙΤΑΡΓΙΖΩ
Transliteration A: litargízō Transliteration B: litargizō Transliteration C: litargizo Beta Code: litargi/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ,

   A slip away, Ar.Pax562; cf. ἀπολιτ-.

Greek (Liddell-Scott)

λῐταργίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὑπάγω που τρέχων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 562· «λιταργίζειν· τροχάζειν» Ἡσύχ., καὶ «λιταργιοῦμεν· ὀξυνοῦμεν. ταχυνοῦμεν» ὁ αὐτ., πρβλ. ἀπολιτ-.

French (Bailly abrégé)

se hâter, filer en vitesse.
Étymologie: λίταργος.

Greek Monolingual

λιταργίζω (Α)
πηγαίνω κάπου γρήγορα, σπεύδω, τρέχω («εἶθ' ὅπως λιταργιοῡμεν οἴκαδ' εἰς τὰ χωρία», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ., πιθ. < λιτός (εδώ ως επιτατικό πρόθημα) + ἀργός «ταχύς»].

Greek Monotonic

λῐταργίζω: Αττ. μέλ. λιταργιῶ, σπεύδω, κάνω γρήγορα, σε Αριστοφ.